- πυροπώλης
- πῡροπώλ-ης, ου, ὁ,A wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροπώλης — ὁ, Α πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + πώλης* (< πωλῶ), πρβλ. προβατο πώλης] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
πυροπωλείον — τὸ, Α [πυροπώλης] ο τόπος όπου πωλούνται σιτηρά … Dictionary of Greek
πυροπωλώ — έω, Α πουλώ σιτηρά, είμαι πυροπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + πωλῶ (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. οινο πωλώ] … Dictionary of Greek
πυροπωλῶν — πῡροπωλῶν , πυροπώλης wheat merchant masc gen pl πῡροπωλῶν , πυροπωλέω deal in wheat pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροπῶλαι — πῡροπῶλαι , πυροπώλης wheat merchant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)